ολκός

ολκός
(I)
ὁλκός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που έλκει, ελκτικός («μάθημα ψυχῆς ὁλκὸν ἀπὸ τοῡ γιγνομένου ἐπὶ τὸ ὄν», Πλάτ.)
2. άπληστος, λαίμαργος
3. αυτός που σύρεται καταγής
4. (κατά τον Ησύχ.) «ὁλκά
δυνατά»
5. (η αιτ. τού ουδ. στον συγκριτ. ως επίρρ.) ὁλκότερον
πιο αργά, βραδύτερα από το κανονικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιθετοποιημένος τ. τού ὁλκός (II)*].
————————
(II)
ο (ΑΜ ὁλκός)
1. εντομή που σχηματίζεται σε επιφάνεια από κινούμενο ή αιχμηρό όργανο («δέξασθαι σμίλης ὁλκούς», Αριστοφ.)
2. η τροχιά αστέρα ή μετεώρου («ὁλκὸς οὐρανίης ἀκτῑνος», Απολλ. Ρόδ.)
3. μηχάνημα που χρησιμοποιείται για ανέλκυση τών πλοίων στην ξηρά («ἐν τούτοισι δὴ οἵ τε ὁλκοὶ τῶν νεῶν», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. τεχνολ. εξάρτημα μηχανής συρματοποίησης το οποίο κατασκευάζεται από εξαιρετικά σκληρό χάλυβα, φέρει οπές και χρησιμοποιείται για τη μετατροπή τών μεταλλικών ράβδων σε σύρμα
2. έλξη, σύρσιμο, τράβηγμα
3. στον πληθ. οι ολκοί- ναυτ. α) οι δύο δοκοί τής ναυπηγικής κλίνης οι οποίοι υποβοηθούν στην καθέλκυση τού πλοίου, κν. βάζια
β) βοηθητικά σχοινιά που χρησιμοποιούνται για τη στροφή τών ιστίων
μσν.
1. το υδραγωγείο
2. βάρος
μσν.-αρχ.
το σώμα τού φιδιού
αρχ.
1. ιμάντας, λουρί
2. τάφρος, οχετός
3. κυματοειδής κίνηση, κυματισμός («ὁλκοὶ καλλιρόων ὑδάτων», επιγρ.)
4. οφιοειδής κίνηση
5. βόστρυχος, κότσος
6. είδος αράχνης
7. είδος χόρτου
8. στον πληθ. κινητά μηχανήματα που χρησιμοποιούνταν για μεταφορά τών πλοίων πάνω από τον Ισθμό τής Κορίνθου
9. φρ. α) «ὁλκοὶ δάφνης» — κλαδιά δάφνης ή σκούπα που κατασκευάστηκε από κλαδιά δάφνης
β) «ὁλκὸς γλώσσης» — η προς τα έξω τεντωμένη γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα ὁλκ- τού ρήματος ἕλκω* και αντιστοιχεί ακριβώς με το λατ. sulcus].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὁλκός — 1 drawing to oneself masc nom sg ὁλκός 2 machine for hauling masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλκόν — ὁλκός 1 drawing to oneself masc acc sg ὁλκός 1 drawing to oneself neut nom/voc/acc sg ὁλκός 2 machine for hauling masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλκότερον — ὁλκός 1 drawing to oneself adverbial comp ὁλκός 1 drawing to oneself masc acc comp sg ὁλκός 1 drawing to oneself neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλκοῖο — ὁλκός 1 drawing to oneself masc/neut gen sg (epic) ὁλκός 2 machine for hauling masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλκοῖς — ὁλκός 1 drawing to oneself masc/neut dat pl ὁλκός 2 machine for hauling masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλκοῖσι — ὁλκός 1 drawing to oneself masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ὁλκός 2 machine for hauling masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλκοῖσιν — ὁλκός 1 drawing to oneself masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ὁλκός 2 machine for hauling masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλκοί — ὁλκός 1 drawing to oneself masc nom/voc pl ὁλκός 2 machine for hauling masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλκοῦ — ὁλκός 1 drawing to oneself masc/neut gen sg ὁλκός 2 machine for hauling masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλκούς — ὁλκός 1 drawing to oneself masc acc pl ὁλκός 2 machine for hauling masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”